χαιρέκακος

χαιρέκακος
-η, -ο
αυτός που χαίρεται για τις συμφορές του άλλου, φθονερός, σαδιστής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαιρέκακος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρέκακος — η, ο / χαιρέκακος, ον, ΝΜΑ αυτός που χαίρεται με τα παθήματα τών άλλων, που νιώθει χαρά για τη δυστυχία τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + κακός. Για τη μορφή τού α συνθετικού πρβλ. αρχε *: άρχω, εχε *: έχω, φέρε : φέρω] …   Dictionary of Greek

  • χαιρεκάκοις — χαιρέκακος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρεκάκους — χαιρέκακος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρεκάκων — χαιρέκακος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρέκακοι — χαιρέκακος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρεκακία — η, ΝΜΑ [χαιρέκακος] η ιδιότητα τού χαιρέκακου, το να είναι κανείς χαιρέκακος …   Dictionary of Greek

  • χαιρεκακώ — έω, ΜΑ [χαιρέκακος] είμαι χαιρέκακος, χαίρομαι για τα παθήματα ή για τη δυστυχία τών άλλων …   Dictionary of Greek

  • χαιρεσίκακος — ον, ΜΑ ο χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τού χαιρέκακος] …   Dictionary of Greek

  • επίχαρτος — ἐπίχαρτος, ον (Α) 1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) 2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία 3. χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ (πρβλ. ε χάρ ην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”